πολυήμερος

πολυήμερος
-η, -ο / πολυήμερος, -ον, ΝΜΑ
1. αυτός που απαιτεί πολλές ημέρες (α. «πολυήμερος κόπος» β. «καὶ πολυήμερον ὁδὸν διὰ τῆς ἄνω χώρας ἀγόμενος», Πλούτ.)
2. αυτός που διαρκεί πολλές ημέρες (α. «πολυήμερη νηστεία» β. «πολυήμερος δυσεντερίη», Ιπποκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ-* + -ήμερος (< ἡμέρα), πρβλ. μονο-ήμερος, ολιγο-ήμερος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • πολυήμερος — lasting many days masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυήμερος — η, ο αυτός που διαρκεί πολλές μέρες: Αποφασίστηκε πολυήμερη εκδρομή των μαθητών …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πολυήμερον — πολυήμερος lasting many days masc/fem acc sg πολυήμερος lasting many days neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυημερωτέρους — πολυήμερος lasting many days masc acc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυημέροις — πολυήμερος lasting many days masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυημέρου — πολυήμερος lasting many days masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυημέρους — πολυήμερος lasting many days masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυημέρων — πολυήμερος lasting many days masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυημέρῳ — πολυήμερος lasting many days masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυήμεροι — πολυήμερος lasting many days masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”